-
1 ανακινεω
1) подбрасывать, качать(μετέωρόν τινα Her.)
2) возбуждать, подзадоривать(θηρία Plat.; τὸν λῆρόν τινι Plut.)
3) возобновлять, растравлять(νόσον Soph.)
4) вновь разжигать, начинать(πόλεμον Plut.)
5) пробуждать, оживлять(ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut.; δόξαι ἀνακεκίνηνται Plat.)
-
2 υπολειμμα
- ατος τό остаток(τῆς τροφῆς Arst.)
ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut. — остатки (разгромленных) политических группировок
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek